- πελιδνότητα
- ητο μαυροκίτρινο χρώμα, η ωχρότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πελιδνότητα — η / πελιδνότης, ητος, ΝΑ [πελιδνός] το πελιδνό χρώμα, η ωχρότητα νεοελλ. το χλόμιασμα, το κιτρίνισμα από φόβο … Dictionary of Greek
πελιδνότητα — πελιδνότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχνισμα — το [παχνίζω] 1. η πάχνη 2. μτφ. ωχρότητα, πελιδνότητα … Dictionary of Greek
πελίδνη — (pelidna). Γένος πτηνών, που διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη και στην Αίγυπτο. Έχει φτερούγες μακριές και κοντή ουρά. Ζει κοντά σε νερά. Στην Ελλάδα διαχειμάζει ένα είδος του γένους, που η επιστημονική ονομασία του είναι π. η φαιά. * * * ἡ, Α… … Dictionary of Greek
πελίδνωση — η / πελίδνωσις, ώσεως, ΝΑ [πελιδνούμαι] πελιδνότητα … Dictionary of Greek
πελιότης — ητος, ἡ, Α [πελιός] πελιδνότητα … Dictionary of Greek